- περιεσταλμένως
- Αεπίρρ.1. κρυφά, μυστικά2. με επιφύλαξη, με συστολή3. με κομψό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. περιεσταλμένος τού περιστέλλω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιεσταλμένως — couertly indeclform (adverb) περϊεσταλμένως , περιστέλλω dress perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)